-
1 Χαράδρας
Χαράδρᾱς, Χαράδρηmountain-stream: fem acc plΧαράδρᾱς, Χαράδρηmountain-stream: fem gen sg (attic doric aeolic) -
2 χαράδρας
χαράδρᾱς, χαράδραmountain-stream: fem acc pl (ionic)χαράδρᾱς, χαράδραmountain-stream: fem gen sg (attic doric ionic aeolic) -
3 εἰσπίπτω
A fall into, generally with a notion of violence, rush or burst in,ἐς τὰς πόλιας Hdt.5.15
;ἐς τὰς νέας Id.8.56
;ἐς οἴκημα Th.2.4
, etc.; of the sea, Id.4.24 : poet. c. dat., .2 simply, fall into,ἐς χωρίον Th.1.106
;ἐς χαράδρας Id.3.98
, etc.; ἐς.ἐς εἱρκτήν to be thrown into prison, Id.1.131: in Poets, c.acc., ; ὄχλον γὰρ ἐσπεσεῖν ᾐσχυνόμην to go into the crowd, Id.Hel. 415; ἐς. πέπλους seek shelter within my robes, Id.Tr. 1181; πτέρυγας ἐσπίτνων ἐμάς ib. 751; κτύπου κέλευθον ἐσπεσόντος a noise having come into the street, Id.Or. 1312.3 fall into a certain condition,δούλειον ἦμαρ εἰ. Id.Andr.99
; ξυμφοράν ib. 983; : in Th.4.4 ἐνέπεσε shd. be read.II make an onset, attack, Hdt. 1.63, S.Aj.55;ἐ. ἐς τὸν πεζόν Hdt.4.128
;ἐς τοὺς ἀγρούς Th.2.22
; ἐπὶ τὰς θύρας 'besiege the door', Plu. Oth.17.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εἰσπίπτω
-
4 χαράδρα
A mountain-stream, torrent, which cuts itself ([etym.] χαράσσει) a way down the mountain-side,κλειτῦς τότ' ἀποτμήγουσι χαράδραι Il.16.390
, cf. D.P.1077; οἴνῳ.. ἅπασ' ἔρρει χ. TeleclId.1.4 (anap.);χ. χειμερίη A.R.4.460
;χ. χειμάρρους καὶ βαθεῖα Plb.10.30.2
; φωνὴ χαράδρας ὄλεθρον τετοκυίας (of a loud, harsh voice), Ar.V. 1034 (anap.); χ. κατελήλυθεν, of a torrent of words, Pherecr.51.II the bed of such a stream, gully, ravine,κοίλης ἔντοσθε χαράδρης Il.4.454
; cf. Hdt.9.102, Th.3.98, 107, X.An. 3.4.1, D.55.5;χ. κρημνώδης Th.7.78
;ἡ Νεμεὰς χ. Aeschin.2.168
, cf. X.HG4.2.15.2 metaph. of wounds produced by scourging, Lib.Or.57.16.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χαράδρα
-
5 ἐκμηρύομαι
A wind off like a ball of thread, Jul.Gal. 135c ; of an army, make it defile out,τὴν δύναμιν ἐκ τῶν δυσχωριῶν Plb.Fr. 132
;διὰ στενῆς θυρίδος.. ἐκμηρυόμενος αὑτόν Plu.Aem.26
.II intr., of the army, defile, X.An.6.5.22 ;τῆς χαράδρας Plb.3.53.5
(but τὰς δυσχωρίας ib.51.2).III metaph., evolve itself, develop, Dam.Pr. 65, cf. eund. ap. Simp.in Ph.780.30.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐκμηρύομαι
-
6 ἐπανίστημι
2 make to rise against,ἄνδρας ἐκ χαράδρας ἐ. τινί Plu.Sert.13
; raise in revolt against,Ἰβηρίαν Ῥωμαίοις App.Hisp. 101
.3 cause to arise, Plu.2.654f.II [voice] Pass., with [tense] fut. [voice] Med. (Hdt.3.62, 1.89), [tense] aor. 2 and [tense] pf. [voice] Act., stand up after another or at his word, once in Hom.,οἱ δ' ἐπανέστησαν Il.2.85
.b rise from bed, rise, Ar.Pl. 539;ἐπὶ τοῦ καταστρώματος X.HG1.4.18
; rise to speak, Id.Smp.4.2, D.19.46; of buildings, in [tense] pf., to be raised or built,ἢν τοῦτ' ἐπανεστήκῃ Ar.Av. 554
: c. gen., rise above,ἱερῷ -στηκότι τῆς ἀγορᾶς D.H.2.50
; ταῖς -ισταμέναις <ἐκ add. cod. unus>τῶν ὑδάτων πομφόλυξιν Dsc.5.75
.2 rise up against, rise in insurrection against,τινί Hdt.1.89
, 130, 3.62;τῷ δήμῳ Th.1.115
, etc.;τοῖς πράγμασι Din.1.19
: abs., rise in insurrection, opp. ἀφίσταμαι, Th.3.39,al.; the insurgents,Hdt.
3.63: c. inf., ἐάν τις τυραννεῖν ἐπαναστῇ if any one aim at tyranny, Lexap.And.1.97; in mal. part.,ἐ. ἀλλήλοις πώγωνας ἔχουσι Theopomp.Hist.217c
;παρθένοις Ael.Ep.15
.3 Medic., of tumours, etc., rise, swell, Hp.Prorrh. 1.165; [ὦτα] ἐπανεστηκότα
projecting, prorninent,Arist.
PA 691a13; λόφος αὐτῶν τῶν πτερῶν ἐ. crest which sticks up and is composed of feathers, Id.HA 504b10.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπανίστημι
См. также в других словарях:
Χαράδρας — Χαράδρᾱς , Χαράδρη mountain stream fem acc pl Χαράδρᾱς , Χαράδρη mountain stream fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαράδρας — χαράδρᾱς , χαράδρα mountain stream fem acc pl (ionic) χαράδρᾱς , χαράδρα mountain stream fem gen sg (attic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γέφυρα — Τεχνικό έργο που εκτείνεται σε όλο το πλάτος ενός δρόμου, όταν διακόπτεται για ένα διάστημα η συνέχεια του αναχώματος, είτε εξαιτίας των εμποδίων που δεν είναι δυνατόν να εξαλειφθούν, όπως είναι για παράδειγμα τα υδάτινα ρεύματα, μία χαράδρα ή οι … Dictionary of Greek
ακρορεματιά — η άκρη ρεματιάς, χαράδρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ακρο (Ι) + ρεματιά] … Dictionary of Greek
εξοχή — Ονομασία έντεκα οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 760 μ., 46 κάτ.) στην πρώην επαρχία Άργους του νομού Αργολίδος. Βρίσκεται Ν της λίμνης Στυμφαλίας, στις δυτικές πλαγιές του όρους Φαρμακάς. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Επιδαύρου. Το 1826… … Dictionary of Greek
επανίστημι — (AM έπανίστημι Μ και ἐπανιστώ) [ίστημι] παθ. επανίσταμαι γίνομαι αντίπαλος, εξεγείρομαι εναντίον κάποιου, επαναστατώ («καὶ πρῶτον μὲν τῷ δήμῳ ἐπανέστησαν», Θουκ.) μσν. καθιστώ αρχ. 1. ανεγείρω εκ νέου 2. ξεσηκώνω, κινώ σε στάση εναντίον κάποιου… … Dictionary of Greek
υδρογέφυρα — η, Ν τεχνικό έργο ζεύξεως χαράδρας για την τοποθέτηση αγωγών ύδρευσης ή άρδευσης. [ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο) * + γέφυρα] … Dictionary of Greek
Αγίου Ιωάννη Ερημίτη, σπήλαιο — Ονομασία δύο σπηλαίων στην Κρήτη. 1. Βρίσκεται στη βόρεια απότομη πλαγιά της χαράδρας Λαγκός, κοντά στο χωριό Βαρέ Αποκορώνου, στη δυτική Κρήτη, σε υψόμετρο 250 μ. Έχει αψιδωτή είσοδο, πλάτος 8 μ. και ύψος 2,6 μ. Πέντε μέτρα μετά την είσοδο… … Dictionary of Greek
Αμφιάραος — Μυθολογικό πρόσωπο. Ήρωας και μάντης, που θεοποιήθηκε και λατρευόταν ως χθόνια θεότητα σε διάφορα μέρη της Ελλάδας. Οι αρχαιότερες παραδόσεις τον αναφέρουν ως απόγονο του Μελάμποδα, ονομαστού για τα μαντικά και θρησκευτικά του χαρίσματα· νεότερες … Dictionary of Greek
Γηρομερίου, μονή — Παλαιό μοναστικό κέντρο της Ηπείρου, βόρεια των Φιλιατών, στην πλαγιά δυσπρόσιτης χαράδρας του Φαρμακοβουνίου. Την ίδρυσε στις αρχές του 13ου αι. ο όσιος Νείλος, ο λεγόμενος Ιεριχιώτης, Βυζαντινός ευπατρίδης –της οικογένειας των Λασκάρεων– που… … Dictionary of Greek
Δημητσάνα — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 960 μ., 611 κάτ.) στην πρώην επαρχία Γορτυνίας του νομού Αρκαδίας. Αποτελεί έδρα του ομώνυμου δήμου καθώς και έδρα, μαζί με τη Μεγαλόπολη, της μητρόπολης Γόρτυνος και Μεγαλουπόλεως. Η Δ. είναι χτισμένη σε ένα ύψωμα, με… … Dictionary of Greek